αγκάθι

αγκάθι
Όργανο του φυτού, αιχμηρό και σκληρό, που το προστατεύει από τους εχθρούς του, τα φυτοφάγα κυρίως ζώα, ενώ στα φυτά που ζουν σε θερμά και σκληρά κλίματα (κακτίδες, ευφορβιίδες κλπ.) ελαττώνει τη διαπνοή, περιορίζοντας την επιφάνεια. Προέρχεται από τη μετάπλαση και την αποξύλωση άλλων φυτικών οργάνων, όπως οι βλαστοί και τα φύλλα (φραγκοσυκιά, κεριά, καμμολάρια) αλλά και τα παράφυλλα (ακακία, ψευδακακία). Σε μερικά μονοκοτυλήδονα (ακανθόριζα, της οικογένειας των φοινικοειδών) και δικοτυλήδονα (μυρμηκόδια, της οικογένειας των ρουβιιδών), τα α. έχουν την καταγωγή τους στην ίδια τη ρίζα (ριζάκανθες) και αναπτύσσονται σαν να ήταν δευτερεύουσες ρίζες. Σπανιότερα μεταβάλλεται σε α. ο μίσχος των φύλλων, ενώ το έλασμα καταστρέφεται (πελαργόνιοντοακανθώδες). Τέλος, υπάρχουν α. που προέρχονταν από τη ράχη των πτεροειδών φυλλαρίων, τα οποία και πέφτουν ύστερα, ενώ σε μερικά αναρριχώμενα φοινικοειδή (του γένους κάλαμος) παρακολουθούμε τη σταδιακή μετάπλαση του φύλλου σε α. Τα α. εμφανίζονται κατά μήκος του βλαστού των φυτών (φυτικά α.), στη μασχάλη ή στο χείλος των φύλλων (πουρνάρι, αλόη) και ακόμα στην ακραία κορυφή, οπότε και μιλούμε για ακανθόληκτα φύλλα (αθάνατος). Τα α. αυτά δεν πρέπει να συγχέονται με κάποια άλλα α., όπως αυτά που φέρουν τα φύλλα και οι βλαστοί της τριανταφυλλιάς και του βάτου, τα οποία λέγονται αναδύματα και είναι προεκβολές της επιδερμίδας. Στον σχηματισμό τους παίρνουν συνήθως μέρος, εκτός από την επιδερμίδα, και στρώματα υποδερμικών κυττάρων και του φλοιού, όχι όμως και του μεσόφυλλου ή του κεντρικού κυλίνδρου, όπως συμβαίνει με τον σχηματισμό των πρώτων. Για τον λόγο αυτό τα αναδύματα αποσπώνται εύκολα από τα όργανα που τα φέρουν, χωρίς να πληγώνονται οι ιστοί. Α. ονομάζονται επίσης τα φυτά του γένους άκανθος (βλ. λ.). α. άγριο. Το αγριάγκαθο. Πόα της οικογένειας των συνθέτων. Είναι φυτό μονοετές, αγκαθωτό, με βλαστό ύψους 20-60 εκ., όρθιο. Τα φύλλα του είναι λεία, πράσινα, με άσπρες νευρώσεις στο πάνω μέρος και χνουδωτά στο κάτω. Τα άνθη σχηματίζουν κεφάλια, ανθίδια κόκκινα. Φυτρώνει παντού στην Ελλάδα. Αγκαθωτό κλαδί τρίφυλλης λεμονιάς. Φρασκοσυκιά με τα χαρακτηριστικά αγκάθια των φύλλων και των καρπών της. Φύλλα τροπικών κάκτων με τα γνωστά μεγάλα αγκάθια Οι τριανταφυλλιές έχουν αρκετά αγκάθια, ιδιαίτερα οι αναρριχητικές.
* * *
το
1. λεπτή και μυτερή εκβλάστηση φυτών, αγκίδα
2. κάθε αγκαθωτό φυτό
3. η κάθε είδους αιχμηρή απόληξη
4. ενόχληση, στενοχώρια
5. φρ. «κάθομαι στ’ αγκάθια», ανησυχώ, περιμένω με αγωνία, δεν μέ χωράει ο τόπος
«πού πας ξυπόλητος στ’ αγκάθια;», γιατί εκτίθεσαι σε κίνδυνο χωρίς προφυλάξεις ή χωρίς τα κατάλληλα εφόδια;
[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. ἀκάνθιν < αρχ. ἀκάνθιον < ἄκανθα*.
ΠΑΡ. αγκαθένιος, αγκαθερός, αγκάθια, αγκαθιάζω, αγκαθιάρικος, αγκαθίζω, αγκάθινος, αγκαθίστρα, αγκαθίτης, αγκαθιώνας, αγκαθοκόπος, αγκαθούλα, αγκαθώνω, αγκαθωτός κ.ά.].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αγκάθι — το 1.αιχμηροί σχηματισμοί που αναπτύσσονται πάνω στους βλαστούς ή τα φύλλα των φυτών. 2. μτφ., ενόχληση: Αυτή η αρρώστια ήταν το αγκάθι του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αγκαθίζω — [αγκάθι] 1. τρυπώ, τσιμπώ με αγκάθι ή αγκαθερό αντικείμενο 2. ενοχλώ, προσβάλλω, πειράζω …   Dictionary of Greek

  • αγκαθώνω — [αγκάθι] 1. αγκαθίζω* 2. περιφράσσω κήπο κ.λπ. με αγκαθωτά φυτά για προστασία από τα ζώα …   Dictionary of Greek

  • άκανθα — Το αγκάθι, βελονοειδές έκφυμα των φυτών. Με το ίδιο όνομα υπάρχει και θάμνος που αριθμεί τρεις ποικιλίες, ά. η βασιλική, ά. η ινδική και ά. η αραβική καθώς και ένα δέντρο ιθαγενές της Αιγύπτου, γνωστό με την επιστημονική ονομασία ά. η αιγύπτια. Ά …   Dictionary of Greek

  • ράχη — Oνομασία 9 οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 5 μ.), στην πρώην επαρχία Άρτας του ομώνυμου νομού. Βρίσκεται στα βορειοανατολικά του βάλτου της Βίγλας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (10τ. χλμ.). 2. Μικρός πεδινός οικισμός (υψόμ. 35 μ.),… …   Dictionary of Greek

  • αγκάθα — η [αγκάθι] 1. μεγάλο αγκάθι ή γενικά κάθε αγκάθι 2. σπονδυλική στήλη 3. μτφ. πολύ δύσκολη περίσταση …   Dictionary of Greek

  • ακανθόκεντρος — ἀκανθόκεντρος, ον (Μ) εκείνος που κεντάει, που τρυπάει σαν αγκάθι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ουσ. ἀκανθόκεντρον «το αγκάθι τού σκαντζόχοιρου» < ἄκανθα + κέντρον «οξεία αιχμή, αγκάθι»] …   Dictionary of Greek

  • ακάνθουρος — (acanthurus). Γένος ψαριών που ανήκει στην οικογένεια ακανθουρίδες. Το όνομά τους οφείλεται στο γεγονός ότι έχουν στην ουρά τους ένα κοφτερό, ανθεκτικό και αιχμηρό αγκάθι. Το γνωστότερο είδος των ψαριών αυτών είναι ο α. ο χειρουργικός, που ζει… …   Dictionary of Greek

  • άγκαθας — ο [αγκάθι] μεγάλο αγκάθι …   Dictionary of Greek

  • αγκαθιάζω — 1. (για αγρούς) γεμίζω αγκάθια 2. τρυπώ, τσιμπώ με αγκάθι 3. περιφράσσω προστατευτικά με αγκαθερά φυτά, λ.χ. έναν κήπο 4. παρατηρώ, ερευνώ με πολλή προσοχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγκάθι. ΠΑΡ. αγκάθιασμα, αγκαθιασμένος, αγκαθιαστός] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”